- τριγλώχιν
- -ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, -ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑαυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.)νεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχινβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια γιουγκαγινίδες τής τάξης ποταμογειτονώδη και περιλαμβάνει 15 περίπου είδη πολυετών ριζωματωδών ποωδών φυτών τα οποία απαντούν σε έλη και υγρές ποώδεις διαπλάσεις τών εύκρατων περιοχών και τών δύο ημισφαιρίων2. φρ. «τριγλώχιν βαλβίδα»ανατ. η βαλβίδα τού δεξιού κολποκοιλιακού στομίου τής καρδιάς, η οποία κατά την καρδιακή συστολή εμποδίζει την παλινδρόμηση τού αίματος από τη δεξιά κοιλία στον δεξιό κόλπομσν.φρ. «τριγλώχινες ὑμένες» — οι βαλβίδες τής καρδιάς (Θεόφιλ. Πρωτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τετρα-γλώχιν / τετρα-γλώχις)].
Dictionary of Greek. 2013.